Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παλαβώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . παλαβών|ω <-σα, -θηκα, -μένος> [palaˈvɔnɔ] VERB μεταβ (κάνω παλαβό)

παλαβώνω

II . παλαβών|ω <-σα, -θηκα, -μένος> [palaˈvɔnɔ] VERB αμετάβ (γίνομαι παλαβός)

παλαβώνω

III . παλαβώνομαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский