Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παγιδεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

παγιδεύ|ω <-σα, -τηκα, -μένος> [pajiˈðɛvɔ] VERB μεταβ

1. παγιδεύω (πιάνω):

παγιδεύω

2. παγιδεύω (στήνω παγίδα):

παγιδεύω κάποιον

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский