Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: περί , πυρ , πάρω , πυρά , πύρα , παρά , πάρα , πεζή , πετώ , υπέρ και πέρα

II . περί [pɛˈri] PREP +αιτ

1. περί (τριγύρω):

seine Anhänger αρσ πλ

II . πέρα [ˈpɛra] PREP

I . πετ|ώ <-άς, -αξα, -άχτηκα, -αγμένος> [pɛˈtɔ] VERB μεταβ

2. πετώ (ρίχνω στα σκουπίδια):

II . πετ|ώ <-άς, -αξα, -άχτηκα, -αγμένος> [pɛˈtɔ] VERB αμετάβ (βρίσκομαι στον αέρα)

III . πετάγομαι VERB αυτοπ ρήμα

2. πετάγομαι (να πω κάτι):

3. πετάγομαι (πάω γρήγορα):

πεζή [pɛˈzi] ΕΠΊΡΡ

πύρα [ˈpira], πυράδα [piˈraða] SUBST θηλ

1. πύρα (κάψα):

Hitze θηλ

2. πύρα (φλεγμονή):

Entzündung θηλ

3. πύρα (ξάναμμα):

πυρά [piˈra] SUBST θηλ

1. πυρά ΙΣΤΟΡΊΑ (εστία):

Feuerstelle θηλ

2. πυρά ΙΣΤΟΡΊΑ (για κάψιμο καταδίκου):

πάρω [ˈparɔ] VERB

πάρω Aoriststamm von παίρνω

Βλέπε και: παίρνω

παίρνω <πήρα, πάρθηκα, παρμένος> [ˈpɛrnɔ] VERB μεταβ

3. παίρνω (δέχομαι, παραλαμβάνω: γράμμα, αμοιβή):

4. παίρνω (φάρμακο, φρούριο):

5. παίρνω (μπορώ να περιλάβω):

6. παίρνω (αγοράζω):

7. παίρνω (παρασύρω: για κύματα, ρεύμα):

8. παίρνω (φράσεις):

sich δοτ etwas/viel auf
etw αιτ einbilden

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский