Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πάτωμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πάτωμα [ˈpatɔma] SUBST ουδ

1. πάτωμα (δωματίου):

πάτωμα
Boden αρσ
πάτωμα
Fußboden αρσ

2. πάτωμα (όροφος):

πάτωμα
Stockwerk ουδ
πάτωμα
Etage θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский