Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πάτημα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πάτημα [ˈpatima] SUBST ουδ

1. πάτημα (με τα πόδια):

πάτημα
Treten ουδ

2. πάτημα (με τα χέρια):

πάτημα
Drücken ουδ

3. πάτημα (πατημασιά):

πάτημα
Fußspur θηλ

4. πάτημα (θόρυβος βήματος):

πάτημα
Schritt αρσ

5. πάτημα μτφ (πρόσχημα):

πάτημα
Vorwand αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский