Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πάρω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πάρω [ˈparɔ] VERB

πάρω Aoriststamm von παίρνω

Βλέπε και: παίρνω

παίρνω <πήρα, πάρθηκα, παρμένος> [ˈpɛrnɔ] VERB μεταβ

3. παίρνω (δέχομαι, παραλαμβάνω: γράμμα, αμοιβή):

4. παίρνω (φάρμακο, φρούριο):

5. παίρνω (μπορώ να περιλάβω):

6. παίρνω (αγοράζω):

αυτό θα το πάρω!

7. παίρνω (παρασύρω: για κύματα, ρεύμα):

8. παίρνω (φράσεις):

sich δοτ etwas/viel auf
etw αιτ einbilden

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский