Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πάλλω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πάλ|λω <-α> [ˈpalɔ] VERB αμετάβ

1. πάλλω (κινούμαι παλμικά, τρέμω):

πάλλω

2. πάλλω (καρδιά):

πάλλω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский