Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ουδέτερος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ουδέτερ|ος <-η, -ο> [uˈðɛtɛrɔs] ΕΠΊΘ

1. ουδέτερος:

ουδέτερος
ουδέτερος αγωγός ΗΛΕΚ
Nullleiter αρσ
Nullleitung θηλ

2. ουδέτερος ΓΛΩΣΣ:

ουδέτερος

Παραδειγματικές φράσεις με ουδέτερος

ουδέτερος αγωγός
Nullleiter αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский