Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ορυχείου“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μηχανικός ορυχείου
Bergbauingenieur(in) αρσ (θηλ)
Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „ορυχείου“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

αναβατήρας αρσ ορυχείου
Knappschaft (Knappen) θηλ ΜΕΤΑΛΛΕΥΤ
εργάτες ορυχείου αρσ πλ
φρέαρ ουδ ορυχείου
εργάτης αρσ ορυχείου
επιστάτης αρσ ορυχείου
εργάτης αρσ ορυχείου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский