Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ορθογένεση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ορθογένεσ|η <-εις> [ɔrθɔˈjɛnɛsi] SUBST θηλ

ορθογένεση
Orthogenese θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский