Ελληνικά » Γερμανικά

γραπτό [ɣrapˈtɔ] SUBST ουδ

1. γραπτό (γραμμένο κείμενο μαθητή ή σπουδαστή):

2. γραπτό (εξέταση):

3. γραπτό (χειρόγραφο ποιητή):

Manuskript ουδ

κείμενο [ˈcimɛnɔ] SUBST ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский