ομολογουμένως [ɔmɔlɔɣuˈmɛnɔs] ΕΠΊΡΡ
ευλογημέν|ος <-η, -ο> [ɛvlɔjiˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ
ομολογιούχ|ος (-α) [ɔmɔlɔjiˈux|ɔs, -a] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)
- ομολογιούχος (-α)
-
δικαιολογημέν|ος <-η, -ο> [ðicɛɔlɔjiˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.