ξυλοκοπ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ksilɔkɔˈpɔ] VERB μεταβ
I. απ|οκόβω <-έκοψα, -οκόπηκα, -οκομμένος> [apɔˈkɔvɔ] VERB μεταβ
II. αποκόβομαι VERB αυτοπ ρήμα (από ομάδα ανθρώπων)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.