Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξημερώνει“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ξημερώ|νει <-σε> [ksimɛˈrɔni] VERB απρόσ ρήμα

ξημερώνει

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский