Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξεψυχώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ξεψυχ|ώ <-άς, -ησα, -ισμένος> [ksɛpsiˈxɔ] VERB αμετάβ (πεθαίνω)

ξεψυχώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский