Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξεχωριστός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ξεχωριστ|ός <-ή, -ό> [ksɛxɔrisˈtɔs] ΕΠΊΘ

1. ξεχωριστός (ξεχωρισμένος):

ξεχωριστός

2. ξεχωριστός (διακεκριμένος):

ξεχωριστός
besondere(r, s)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский