Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ξέν|ος <-η, -ο> [ˈksɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. ξένος (όχι του τόπου, άγνωστος, που ανήκει σε άλλον):

ξένος
Fremdsprache θηλ

2. ξένος (άλλης χώρας):

ξένος

II . ξέν|ος <-η, -ο> [ˈksɛnɔs] SUBST αρσ/θηλ

1. ξένος (ο μη ντόπιος, άγνωστος):

ξένος
Fremde(r) mf

2. ξένος (ο αλλοδαπός):

ξένος
Ausländer(in) αρσ (θηλ)

Παραδειγματικές φράσεις με ξένος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский