Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „νόσημα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

νόσημα [ˈnɔsima] SUBST ουδ

νόσημα
Krankheit θηλ
αφροδίσιο νόσημα
αυτοάνοσο νόσημα

Παραδειγματικές φράσεις με νόσημα

αυτοάνοσο νόσημα
καρδιακό νόσημα
αφροδίσιο νόσημα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский