νεοφερμέν|ος <-η, -ο> [nɛɔfɛrˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ
αναφερόμεν|ος <-η, -ο> [anafɛˈrɔmɛnɔs] ΕΠΊΘ (σχετικός)
ενδιαφερόμεν|ος (-η) [ɛnðiafɛˈrɔmɛn|ɔs, -i] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)
- ενδιαφερόμενος (-η)
-
προαναφέρομενος
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.