Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μπούγιο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μπούγιο [ˈbujɔ] SUBST ουδ

1. μπούγιο (εντύπωση):

έχει μπούγιο
για μπούγιο (για πλάκα)

2. μπούγιο (όγκος):

μπούγιο
Masse θηλ

3. μπούγιο (κοσμοσυρροή):

έχει πολύ μπούγιο εκεί

Παραδειγματικές φράσεις με μπούγιο

έχει μπούγιο
για μπούγιο (για πλάκα)
έχει πολύ μπούγιο εκεί

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский