Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μοσχάρι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μοσχάρι [mɔsˈxari] SUBST ουδ

1. μοσχάρι (ζώο):

μοσχάρι
Kalb ουδ

2. μοσχάρι (κρέας):

μοσχάρι
Kalbfleisch ουδ
μοσχάρι ψητό
Kalbsbraten αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με μοσχάρι

μοσχάρι ψητό

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский