μονόχρωμ|ος <-η, -ο> [mɔˈnɔxrɔmɔs] ΕΠΊΘ
1. μονόχρωμος (γενικά):
2. μονόχρωμος (οθόνη):
γλυκόχρωμ|ος <-η, -ο> [ɣliˈkɔxrɔmɔs] ΕΠΊΘ
μολύβδιν|ος <-η, -ο> [mɔˈlivðinɔs], μολυβένι|ος [mɔliˈvɛɲɔs] <-α, -ο> ΕΠΊΘ
μολυβδούχ|ος <-α, -ο> [mɔliˈvðuxɔs] ΕΠΊΘ
μολυβδύαλος [mɔliˈvðialɔs] SUBST αρσ
-
- Bleiglas ουδ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.