μυστηριώδ|ης <-ης, -ες> [mistiriˈɔðis] ΕΠΊΘ
1. μυστηριώδης (ακατανόητος, παράξενος):
2. μυστηριώδης (απόκρυφος):
δηλητηριώδ|ης <-ης, -ες> [ðilitiriˈɔðis] ΕΠΊΘ
υπεριώδ|ης <-ης, -ες> [ipɛriˈɔðis] ΕΠΊΘ
θηριώδ|ης <-ης, -ες> [θiriˈɔðis] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.