μειονεκτικ|ός <-ή, -ό> [miɔnɛktiˈkɔs] ΕΠΊΘ
μειωτικ|ός <-ή, -ό> [miɔtiˈkɔs] ΕΠΊΘ
1. μειωτικός (που προκαλεί μείωση):
2. μειωτικός μτφ (ταπεινωτικός):
3. μειωτικός ΒΙΟΛ:
μειονοτικ|ός <-ή, -ό> [miɔnɔtiˈkɔs] ΕΠΊΘ
μειωνόμεν|ος <-η, -ο> [miɔˈnɔmɛnɔs] ΕΠΊΘ ΟΙΚΟΝ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Αναζήτηση στο λεξικό
- μείον
- μειονέκτημα
- μειονεκτικός
- μειονεκτώ
- μειονότητα
- μειωνεκτικός
- μειωνόμενος
- μειώνω
- μείωση
- μειωτέος
- μειωτικός