Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μειονέκτημα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μειονέκτημα [miɔˈnɛktima] SUBST ουδ

μειονέκτημα
Nachteil αρσ
έχει το μειονέκτημα ότι
είναι μειονέκτημα να
ανταγωνιστικό μειονέκτημα
κύριο μειονέκτημα
Hauptnachteil αρσ
νομικό μειονέκτημα
νομικό μειονέκτημα

Παραδειγματικές φράσεις με μειονέκτημα

μειονέκτημα ουδ ανταγωνισμού
κύριο μειονέκτημα
νομικό μειονέκτημα
ανταγωνιστικό μειονέκτημα
έχει το μειονέκτημα ότι
είναι μειονέκτημα να

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский