παθιασμέν|ος <-η, -ο> [paθçazˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ
λαχανιασμέν|ος <-η, -ο> [laxaɲazˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ
αραχνιασμέν|ος <-η, -ο> [araxɲazˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ
αηδιασμέν|ος <-η, -ο> [aiðiazˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Αναζήτηση στο λεξικό
- μανάτ
- μάνατζερ
- μάνατζμεντ
- μάνγκο
- μανδαρίνος
- μανιασμένος
- μανιβέλα
- μανιερισμός
- μανικέτι
- μανίκι
- μανικιούρ