Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μαλακτικό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μαλακτικό [malaktiˈkɔ] SUBST ουδ

1. μαλακτικό (για ρούχα):

μαλακτικό
Weichspüler αρσ

2. μαλακτικό (φάρμακο):

μαλακτικό

Παραδειγματικές φράσεις με μαλακτικό

μαλακτικό φάρμακο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский