Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μακελεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . μακελ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -εμένος> [macɛˈlɛvɔ] VERB μεταβ

μακελεύω

II . μακελεύομαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский