Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μακαριότητα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μακαριότητα [makariˈɔtita] SUBST θηλ

1. μακαριότητα (ευτυχία):

μακαριότητα

2. μακαριότητα (πνευματική ησυχία):

μακαριότητα
Gelassenheit θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский