Ελληνικά » Γερμανικά

I . μαγκώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [maŋˈgɔnɔ] VERB μεταβ

1. μαγκώνω (δάχτυλα κτλ):

μαγκώνω

2. μαγκώνω (πιάνω):

μαγκώνω

3. μαγκώνω (πιάνω: κλέφτη κτλ):

μαγκώνω

II . μαγκώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [maŋˈgɔnɔ] VERB αμετάβ (συρτάρι κτλ)

μαγκώνω

Παραδειγματικές φράσεις με μαγκώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский