Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λύπηση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

λύπηση [ˈlipisi] SUBST θηλ ohne πλ

λύπηση
Mitleid ουδ
κάνω κάτι από λύπηση

Παραδειγματικές φράσεις με λύπηση

κάνω κάτι από λύπηση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский