Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λυτρωτής“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

λυτρωτής [litrɔˈtis] SUBST αρσ

1. λυτρωτής (ελευθερωτής):

λυτρωτής
Befreier αρσ

2. λυτρωτής ΘΡΗΣΚ και μτφ:

der Erlöser αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με λυτρωτής

der Erlöser αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский