Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λυσσάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

λυσσ|ώ [liˈsɔ], λυσσ|άζω [liˈsazɔ] <-άς, -αξα, -ασμένος> VERB αμετάβ

1. λυσσώ (είμαι θυμωμένος):

2. λυσσώ (λαχταρώ):

3. λυσσώ ΙΑΤΡ:

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский