Ελληνικά » Γερμανικά

I . λύ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ˈlinɔ] VERB μεταβ

1. λύνω (σκοινί, σκύλο):

2. λύνω (κόμπο, πρόβλημα):

3. λύνω (μηχανή):

4. λύνω (διαφορά):

5. λύνω (ακυρώνω: σύμβαση, γάμο):

6. λύνω (εταιρεία):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский