Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λυμαίνομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

λυμ|αίνομαι <-άνθηκα> [liˈmɛnɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

λυμαίνομαι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский