Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λυγερός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

λυγερ|ός <-ή, -ό> [lijɛˈrɔs] ΕΠΊΘ

1. λυγερός (ευλύγιστος):

λυγερός

2. λυγερός (λεπτός):

λυγερός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский