Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λυγίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . λυγί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [liˈjizɔ], λυγ|ώ [liˈɣɔ] <-άς, -ησα> VERB μεταβ

1. λυγίζω (κυρτώνω):

λυγίζω
λυγίζω τα γόνατα

2. λυγίζω μτφ (καταβάλλω):

λυγίζω

II . λυγί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [liˈjizɔ], λυγ|ώ [liˈɣɔ] <-άς, -ησα> VERB αμετάβ

1. λυγίζω (κάμπτομαι):

λυγίζω

2. λυγίζω (υποχωρώ):

λυγίζω

Παραδειγματικές φράσεις με λυγίζω

λυγίζω τα γόνατα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский