λαχειοφόρ|ος <-α, -ο> [laçiɔˈfɔrɔs] ΕΠΊΘ
ψηφοφόρος [psifɔˈfɔrɔs] SUBST mf
1. ψηφοφόρος (όποιος ψηφίζει):
-
- Wählerpotential ουδ
2. ψηφοφόρος (όποιος έχει δικαίωμα ψήφου):
τυφεκιοφόρος [tifɛciɔˈfɔrɔs] SUBST αρσ
-
- Schütze αρσ
σημαιοφόρος [simɛɔˈfɔrɔs] SUBST mf
γενειοφόρ|ος <-ος, -ο> [jɛniɔˈfɔrɔs] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Αναζήτηση στο λεξικό
- λουτρολογία
- λουτρόπολη
- λουτς
- λούτσα
- λουτσόπερκα
- λοφιοφόρος
- λόφος
- λοφώδης
- λοχαγός
- λοχεία
- λοχίας