Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λιγδιάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . λιγδιά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [liɣˈðjazɔ] VERB μεταβ (λερώνω)

λιγδιάζω

II . λιγδιά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [liɣˈðjazɔ] VERB αμετάβ (λερώνομαι)

λιγδιάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский