Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λακκούβα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

λακκούβα [laˈkuva] SUBST θηλ

1. λακκούβα (κοίλωμα):

λακκούβα
Mulde θηλ

2. λακκούβα (σε δρόμο):

λακκούβα
Schlagloch ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский