Ελληνικά » Γερμανικά

λαθρεπιβάτης (λαθρεπιβάτισσα) [laθrɛpiˈvatis, laθrɛpiˈvatisa] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

λαθρεπιβάτης (λαθρεπιβάτισσα)

ζαχαροπλάστης [zaxarɔˈplastis] SUBST αρσ, ζαχαροπλάστισσα [zaxarɔˈplastisa], ζαχαροπλάστρια [zaxarɔˈplastria] SUBST θηλ

αναβάτης [anaˈvatis] SUBST αρσ, αναβάτρια [anaˈvatria], αναβάτισσα [anaˈvatisa] SUBST θηλ

λιόντισσα [ˈʎɔndisa] SUBST θηλ

χαρτομάντισσα [xartɔˈmandisa] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский