Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λαθραίος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

λαθραί|ος <-α, -ο> [laˈθrɛɔs] ΕΠΊΘ

2. λαθραίος (εμπόριο):

λαθραίος
Schwarz-

3. λαθραίος (μη νόμιμος: εμπόριο, εμπορεύματα, μετανάστης):

λαθραίος

4. λαθραίος (εμπορεύματα εξωτερικού):

λαθραίος
Schmuggel-

Παραδειγματικές φράσεις με λαθραίος

λαθραίος επιβάτης

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский