Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κρυώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . κρυώ|νω <-σα, -μένος> [kriˈɔnɔ] VERB μεταβ (ψύχω)

κρυώνω

II . κρυώ|νω <-σα, -μένος> [kriˈɔnɔ] VERB αμετάβ

1. κρυώνω (ψυχραίνομαι):

κρυώνω

2. κρυώνω (κρυολογώ):

κρυώνω

3. κρυώνω (αισθάνομαι κρύο):

κρυώνω

Παραδειγματικές φράσεις με κρυώνω

κρυώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский