Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κολυμβητής“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κολυμβητής (κολυμβήτρια) [kɔliɱviˈtis, kɔliɱˈvitria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

κολυμβητής (κολυμβήτρια)
Schwimmer(in) αρσ (θηλ)

Παραδειγματικές φράσεις με κολυμβητής

μη κολυμβητής

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский