κοιμισμέν|ος <-η, -ο> [cimizˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ
1. κοιμισμένος (που κοιμάται):
2. κοιμισμένος (από χαρακτήρα):
κακοκαμωμέν|ος <-η, -ο> [kakɔkamɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ
1. κακοκαμωμένος (πράγμα):
2. κακοκαμωμένος (άνθρωπος):
καλοκαμωμέν|ος <-η, -ο> [kalkamɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ
1. καλοκαμωμένος (πράγμα):
2. καλοκαμωμένος (άνθρωπος):
στομωμέν|ος <-η, -ο> [stɔmɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.