Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κατακλύζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κατακλύ|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [kataˈklizɔ] VERB μεταβ και μτφ

κατακλύζω

Παραδειγματικές φράσεις με κατακλύζω

κατακλύζω την αγορά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский