κατάξανθ|ος <-η, -ο> [kaˈtaksanθɔs] ΕΠΊΘ
καστανόψαρο [kastaˈnɔpsarɔ] SUBST ουδ
καστανομάλλ|ης <-α, -ικο> [kastanɔˈmalis] ΕΠΊΘ
καστανόχρωμ|ος <-η, -ο> [kastaˈnɔxrɔmɔs] ΕΠΊΘ
κασταν|ός <-ή, -ό> [kastaˈnɔs] ΕΠΊΘ
1. καστανός (γενικά):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.