Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καλλιεργώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καλλιεργ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [kaliɛrˈɣɔ] VERB μεταβ

1. καλλιεργώ (γη):

καλλιεργώ

2. καλλιεργώ (φυτά):

καλλιεργώ

3. καλλιεργώ (μαργαριτάρια):

καλλιεργώ

4. καλλιεργώ (γλώσσα, επιστήμη, γράμματα):

καλλιεργώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский