Ελληνικά » Γερμανικά

I . καθόσον [kaˈθɔsɔn] ΕΠΊΡΡ (σύμφωνα με ό,τι)

II . καθόσον [kaˈθɔsɔn] ΣΎΝΔ (επειδή)

κάμποσο [ˈkambɔsɔ] ΕΠΊΡΡ (σε ποσότητα)

κάθοδος [ˈkaθɔðɔs] SUBST θηλ

1. κάθοδος (πορεία προς τα κάτω):

Abstieg αρσ

2. κάθοδος (από όχημα):

Ausstieg αρσ

καθοίκι [kaˈθici] SUBST ουδ

1. καθοίκι (δοχείο):

Nachttopf αρσ

2. καθοίκι χυδ (άνθρωπος):

Scheißer αρσ

καθισιά [kaθiˈsça] SUBST θηλ οικ

καθισιό [kaθiˈsçɔ] SUBST ουδ

καθότι [kaˈθɔti] ΣΎΝΔ

II . καθώς [kaˈθɔs] ΣΎΝΔ

καθετή [kaθɛˈti] SUBST θηλ

I . καθί|ζω <-σα, -σμένος> [kaˈθizɔ] VERB μεταβ

II . καθί|ζω <-σα, -σμένος> [kaˈθizɔ] VERB αμετάβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский