Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καθυστερώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . καθυστερ|ώ <-είς, -ησα, -ημένος> [kaθistɛˈrɔ] VERB μεταβ (προκαλώ καθυστέρηση)

καθυστερώ

II . καθυστερ|ώ <-είς, -ησα, -ημένος> [kaθistɛˈrɔ] VERB αμετάβ (φτάνω αργά)

καθυστερώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский